- βούνευρο
- το (Μ βούνερον)1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούνευρο — το ο βούρδουλας, το μαστίγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βοϊδόνευρο — το (Μ βοϊδόνευρον) το βούνευρο … Dictionary of Greek
βοϊδόπουτσα — η το βούνευρο … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
βούρδουλας — ο το μαστίγιο, το βούνευρο: Ο βούρδουλας είναι ένα από τα όργανα που χρησιμοποιούνται σε βασανιστήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)